θυγατριδεύς

θυγατριδεύς
θυγατριδεύς, ὁ (Α)
επιγρ. ο γιος τής θυγατέρας, ο εγγονός από κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδεύς< θ. θυγατρ- τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρός, δοτ. θυγατρί) + κατάλ. -ιδεύς, δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. λεοντ-ιδεύς, πελαργ-ιδεύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θυγατέρα — και δυχατέρα, ἡ (ΑΜ θυγάτηρ, ατρός, Μ και θυγατέρα) 1. το θηλυκό τέκνο, η κόρη 2. νέο κορίτσι, κοπέλα («νέοι και θυγατέρες», Τζάν.) 3. μτφ. οτιδήποτε έχει γεννηθεί ή προέρχεται από κάπου, το επακόλουθο 4. μτφ. πνευματικό παιδί νεοελλ. μτφ. για… …   Dictionary of Greek

  • θυγατριδούς — θυγατριδοῡς και θυγατρίδης, ὁ (Α) βλ. θυγατριδεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ ιδοῦς < θ. θυγατρ τού θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ ός, δοτ. θυγατρ ί) + κατάλ. ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτική τού απογόνου (πρβλ. αδελφ ιδούς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”